Η επιθυμία να παραμείνω ζωντανός ήταν τόσο μεγάλη, τόσο έντονη, που το κελί μού φαινόταν σαν ένα μέρος ωραίο, πολύ ανθρώπινο, σχεδόν αγαπημένο. Θα περνούσα ευχαρίστως την υπόλοιπη ζωή μου εκεί μέσα, κι ας μην είχα έστω την παραμικρή ελπίδα ότι μια μέρα θα βγω, αρκεί να ήμουν ζωντανός. Αρκεί τα μάτια μου, να παρέμεναν ανοιχτά κι ας έβλεπαν μόνο τους βουβούς τοίχους και το αμυδρό φως. Αρκεί τα χέρια μου, να χάιδευαν κάτι κι ας ήταν οι λερές σανίδες. Αρκεί να αισθανόμουν τη ζεστασιά του σώματος, τυλιγμένος με τις φθαρμένες στρατιωτικές κουβέρτες και τα αυτιά μου να ακούγανε λίγους ήχους και λίγες φωνές δεσμοφυλάκων. Το ένιωθα μέσα μου: θα δεχόμουν μια τέτοια ζωή χωρίς την παραμικρή ελπίδα να βγω απ’ εκεί μέσα, χωρίς την παραμικρή ελπίδα ότι μια μέρα θα ξανάβλεπα τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Αρκεί να μην πέθαινα.
This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.